διχαλώνω

διχαλώνω
διχάλωσα, διχαλώθηκα, διχαλωμένος
1. πιάνω κάτι χρησιμοποιώντας διχάλα: Έπιασε το ρούχο με μια διχάλα.
2. κάνω κάτι διχαλωτό.
3. γίνομαι διχαλωτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διχαλώνω — [διχάλα] 1. πιάνω διχαλωτά, χιαστί 2. κάνω κάτι διχαλωτό 3. γίνομαι διχαλωτός …   Dictionary of Greek

  • διχάλωση — η [διχαλώνω] 1. το να καθιστά κανείς διχαλωτό κάτι 2. ορισμένο σημείο σε διάβαση όπου η πορεία πρέπει ν αλλάξει απότομα διεύθυνση προς τα δεξιά ή αριστερά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”